Αθμονευς

Αθμονευς
    Ἀθμονεύς
    -έως ὅ (in crasi Ἁθμονεύς) уроженец или житель атт. дема Ἀθμονία Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Αθμονευς" в других словарях:

  • Ἀθμονεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθμονεῖς — Ἀθμονεύς masc acc pl Ἀθμονεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθμονέων — Ἀθμονεύς masc gen pl Ἀθμονέω̆ν , Ἀθμονεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθμονεῦσι — Ἀθμονεύς masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθμονεῦσιν — Ἀθμονεύς masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθμονέως — Ἀθμονέω̆ς , Ἀθμονεύς masc gen sg Ἀθμονεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»